παππούς, ο, ουσ. [<μσν. παππούς <πάππους, με επίδραση του πάππος], ο παππούς. 1. (γενικά) ο πολύ ηλικιωμένος άντρας, και, κατ’ επέκταση, άντρας ανάξιος λόγου, άχρηστος, τιποτένιος: «δεν είσαι με τα καλά σου, που θα δώσω σ’ αυτόν τον παππού να μου τελειώσει μια τόσο δύσκολη δουλειά!». 2. προσφώνηση σε πολύ ηλικιωμένο άντρα: «δε μου λες, παππού, ο δρόμος αυτός βγάζει στη λεωφόρο;». 3. (στη γλώσσα της αργκό) το παλιό εκατοστάρικο: «του ’δωσα δέκα παππούδες για προκαταβολή». 4α. στον πλ. οι παππούδες, οι πρόγονοι: «τα χώματα των παππούδων μας είναι ιερά και θα τα υπερασπιστούμε μέχρι θανάτου». β. ο παππούς και η γιαγιά μαζί. Υποκορ. παππούλης, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- αμπέλι του χεριού σου, συκιά του κυρού σου κι ελιά του παππού σου, βλ. λ. αμπέλι·
- αν είχε η γιαγιά μου αρχίδια, θα τη λέγαμε παππούλη, βλ. λ. γιαγιά·
- δεν είν’ εδώ του παππού σου τ’ αμπέλι, βλ. φρ. δεν είν’ εδώ του παππού σου το τσιφλίκι·
- δεν είν’ εδώ του παππού σου το μαγαζί, βλ. φρ. δεν είν’ εδώ του παππού σου το τσιφλίκι·
- δεν είν’ εδώ του παππού σου το τσιφλίκι, δεν μπορείς να ενεργείς χωρίς να παίρνεις άδεια ή χωρίς να λογοδοτείς, δεν μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις σε ένα χώρο, ιδίως εργασιακό: «δεν είν’ εδώ του παππού σου το τσιφλίκι για να κάνεις ό,τι θέλεις, άκουσες; || όταν είναι να κάνεις κάτι, θα ρωτάς, γιατί δεν είν’ εδώ του παππού σου το τσιφλίκι»·  
- δεν είν’ εδώ του παππού σου το χωράφι, βλ. φρ. δεν είν’ εδώ του παππού σου το τσιφλίκι·
- εκεί που κλάνει η αλεπού και φωνάζει παππού, βλ. λ. αλεπού·
- έλα παππού μου να σου δείξω που το ’χ’ η γιαγιά μου ή έλα παππού μου να σου δείξω πού είναι της μανιάς μου ή έλα παππού μου να σου δείξω τ’ αμπελοχώραφά σου ή έλα παππού μου να σου δείξω το σπιτικό σου, ειρωνική παρατήρηση σε νεαρό που πρωτοβγαίνει στη ζωή, στην πιάτσα και θέλει να κάνει τον έμπειρο σε κάποιον, που, λόγω ηλικίας είναι πολύπειρος ή που θέλει να συμβουλέψει κάποιον σε κάτι που το κατέχει απόλυτα. Συνών. η αλεπού εκατό, τ’ αλεπουδάκια εκατόν πέντε, γίνεται; (ενν. χρονών)·
- έλα στον παππού! πρόσκληση σε γυναίκα με σεξουαλικό υπονοούμενο. Δεν έχει σχέση με ηλικία. (Λαϊκό τραγούδι: έλα στον παππού, έλα στον παππού, αυτός που τα ’χει όλα και μην κοιτάς αλλού
- τι είν’ εδώ, του παππού σου τ’ αμπέλι; βλ. φρ. δεν είν’ εδώ του παππού σου το τσιφλίκι·
- τι είν’ εδώ, του παππού σου το μαγαζί; βλ. φρ. δεν είν’ εδώ του παππού σου το τσιφλίκι·
- τι είν’ εδώ, του παππού σου το τσιφλίκι; βλ. φρ. δεν είν’ εδώ του παππού σου το τσιφλίκι·
- τι είν’ εδώ, του παππού σου το χωράφι; βλ. φρ. δεν είν’ εδώ του παππού σου το τσιφλίκι·
- τι το πέρασες εδώ, του παππού σου τ’ αμπέλι; βλ. φρ. δεν είναι’ εδώ του παππού σου το τσιφλίκι·
- τι το πέρασες εδώ, του παππού σου το μαγαζί; βλ. φρ. δεν είν’ εδώ του παππού σου το τσιφλίκι·
- τι το πέρασες εδώ, του παππού σου το τσιφλίκι; βλ. φρ. δεν είν’ εδώ του παππού σου το τσιφλίκι·
- τι το πέρασες εδώ, του παππού σου το χωράφι; βλ. φρ. δεν είν’ εδώ του παππού σου το τσιφλίκι.